βαφτισιμιός, -ιά, -ιό

βαφτισιμιός, -ιά, -ιό
βαφτισιμιός, ο θηλ. -ιά ο αναδεξιμιός: Τα Χριστούγεννα πάντα αγοράζω δώρα για το βαφτισιμιό μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βαφτισιμιός — ο (θηλ. βαφτισιμιά, η) ο αναδεκτός, εκείνος τον οποίο «ανεδέχθη εκ της κολυμβήθρας» ο ανάδοχος κατά το βάφτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. *βαπτισιμαίος < βαπτίσιμος + (κατάλ.) αίος < βάπτισις (πρβλ. αναδεξιμιός, γεννησιμιός)] …   Dictionary of Greek

  • φιλιότσος — ο, θηλ. φιλιότσα, Ν αναδεκτός, βαφτισιμιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. figlioccio «βαφτισιμιός», figlioccia «βαφτισιμιά»] …   Dictionary of Greek

  • -ιμιός — κατάλ. επιθ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προήλθε με συνίζηση από την κατάλ. ιμαῑος (βλ. αίος): ιμαῑος > ιμαιός > ιμιός.Παραδείγματα σε ιμιός: αναδεξιμιός, βαφτισιμιός, γεννησιμιός, κλεψιμιός, παραριξιμιός, ριζιμιός …   Dictionary of Greek

  • αγορασιμιός — ά, ό αγοραστός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το Ιστ. Λεξ. Ακαδ. Αθ., από *ἀγορασιμαῖος πρβλ. βαφτισιμιός, αναδεξιμιός κ.λπ. βλ. Χατζιδάκι στην «Αθηνά» 22, 1910, σ. 240 κ. Εξ.] …   Dictionary of Greek

  • αναδεκτός — και χτός, ή 1. αυτός τον οποίο αναδέχεται κανείς από την κολυμβήθρα κατά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος, αναδεξιμιός, βαφτισιμιός, βαφτιστήρι 2. αυτός πού αναδέχεται από την κολυμβήθρα το παιδί που βαφτίστηκε, ανάδοχος, νονός. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αναδεξιμιός — ο και αναδεξίμι, το (θηλ. ιά) (Μ ἀναδεξιμαῑος) 1. αυτός τον οποίο αναδέχεται κάποιος κατά το βάπτισμα από την κολυμπήθρα, βαφτιστήρι, βαφτισιμιός 2. αυτός που παντρεύθηκε, σε σχέση με τον κουμπάρο που αλλάζει τα στέφανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν.… …   Dictionary of Greek

  • βαφτιστήρας — ο [βαφτιστήρι] ο βαφτισιμιός …   Dictionary of Greek

  • βαφτιστικός — και βαπτιστικός, ή, ό (Μ βαπτιστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει στη βάφτιση ή έχει σχέση με το βάφτισμα («το βαφτιστικό όνομα», «βαφτιστικά ρούχα») 2. (το αρσ. ή το θηλ. ως ουσ.) ο βαφτισιμιός, ο αναδεκτός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. βαφτιστικό,… …   Dictionary of Greek

  • γεννησιμιός — ά, ό 1. αυτός που υπάρχει σε κάποιον εκ γενετής 2. το γνήσιο τέκνο 3. φρ. «από γεννησιμιού» εκ γενετής, απ τη στιγμή τής γέννησης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γεννησ ιμαίος < γέννησις ( η) + (κατάλ.) ιμαίος (πρβλ. αναδεξιμιός, βαφτισιμιός)] …   Dictionary of Greek

  • ξαργισιμιός — ά, ό κατασκευασμένος για την περίσταση, κατάλληλος, ταιριαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ξάργου ή ξαργιτού, κατά τα επίθ. σε (σ)ιμιός (πρβλ. βαφτισιμιός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”